- κρυφακούω
- ακούω κρυφά αυτά που λέγονται από άλλους, ωτακουστώ.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κρυφακούω — κρυφάκουσα, ακούω κρυφά, βάζω αυτί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κρυφαγροικώ — κρυφακούω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρυφ(ο) * + αγροικώ «ακούω»] … Dictionary of Greek
ακούω — (Α ἀκούω) (νεοελλ. και ακούγω) 1. έχω την αίσθηση τής ακοής, αντιλαμβάνομαι με το αισθητήριο τής ακοής 2. αντιλαμβάνομαι κάτι με το αφτί, φθάνει στα αφτιά μου κάποιος ήχος 3. πληροφορούμαι, μαθαίνω κάτι άμεσα ή έμμεσα, γνωρίζω, «φθάνει κάτι στ’… … Dictionary of Greek
ακρουμάζομαι — και ακρομάζομαι, ακουρμάζομαι, και ακρουμαίνομαι 1. ακούω με προσοχή 2. αφουγκράζομαι, «στήνω αφτί» 3. κρυφακούω. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ενδιαφέρει ετυμολογικά για το πλήθος τών τύπων που μεσολαβούν και τών μεταβολών που υφίστανται, ώστε να απαρτιστεί η… … Dictionary of Greek
ανακρούμαι — ( έομαι) και ανακρούζομαι 1. ακούω με προσοχή, ακρουμάζομαι 2. κρυφακούω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν(α) * + ακροώμαι] … Dictionary of Greek
αφου(γ)κράζομαι — και αφαγκράζομαι και αφακράζομαι και αφουκρούμαι 1. ακούω με προσοχή 2. στήνω αφτί, κρυφακούω 3. ακροάζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Οι νεοελλ. τ. αφου(γ)κράζομαι, αφακράζομαι, αφουκρούμαι προήλθαν από το αρχ. επακροώμαι με τις ακόλουθες μεταβολές: επακροώμαι… … Dictionary of Greek
βάζω — (I) και βάνω (Μ βάζω) 1. τοποθετώ, φορώ 2. τοποθετώ κάτι επάνω σε κάτι άλλο νεοελλ. Ι. 1. προσθέτω, συνυπολογίζω 2. (για βαθμό) βαθμολογώ 3. διορίζω, τοποθετώ κάποιον σε κάποια θέση 4. βάζω... να αναγκάζω ή πείθω κάποιον να κάνει κάτι 5. υποθέτω … Dictionary of Greek
επακούω — (AM ἐπακούω) ακούω ευμενώς, δέχομαι να εκτελέσω κάτι («ἐπάκουσον τῆς δεήσεώς μου») αρχ. μσν. 1. ακροώμαι, ακούω με προσοχή («νῡν ἐπάκουσον», Αισχύλ.) 2. κατανοώ, καταλαβαίνω («πάντας ἀλλήλων ἐπακούειν τῆς διαλέκτου μὴ δύνασθαι», Τατιαν.) 3. (για… … Dictionary of Greek
επακροάζομαι — ἐπακροάζομαι και ἐπακροῶμαι, άομαι (Α) 1. ακούω με προσοχή 2. κρυφακούω, ωτακουστώ βλ. και αφουγκράζομαι και επακροώμαι … Dictionary of Greek
κατακούω — (Α) 1. ακούω καλά, αντιλαμβάνομαι κάτι καλά («οὐδὲν κατήκουον... τῶν παραγγελλομένων», Θουκ.) 2. ακούω και πείθομαι, υπακούω, υποτάσσομαι («Ἀράβιοι δὲ οὐδαμὰ κατήκουσαν ἐπὶ δουλοσύνῃ Πέρσῃσι», Ηρόδ.) 3. ακούω προσεκτικά 4. κρυφακούω («ὁ θυρωρός … Dictionary of Greek